Κυριακή 27 Απριλίου 2014

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΚΑΡΔΑΜΠΕΛΗ

 Με αφορμή την Ιερά Πανήγυρη της Παναγίας της Ζωοδόχου Πηγής στον Άγιο Ανδρέα και την Λιτάνευση της Ιεράς Εικόνος ως το Παρακκλήσι  του Αγίου Νικολάου του Σκαρδαμπέλη είχαμε την ευκαιρία να προσκυνήσουμε την χάρη του Αγίου. Σας παραθέτουμε λίγες φωτογραφίες από το ανακαινισμένο παρεκκλήσι της Ιεράς Μονής. Αξίζει να αναφέρουμε πως έχει γίνει εξαιρετική δουλειά στις καινούργιες αγιόγραφίες χωρίς να χάνεται η κατάνυξη και ακολουθείται η Βυζαντινή τεχνοτροπία.
 Να αναφέρουμε ιστορικά πως Αγιος Νικολάος Σκαρδαμπέλης αρχικά αποτελούσε ξεχωριστή Ιερά Μονή και πολύ αργότερα, αφού έμεινε χωρίς αδελφότητα περιήλθε στην Ιερά Μονή Μηλαπιδιάς.





ΙΕΡΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ, ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΜΗΛΑΠΙΔΙΑΣ

 Με κατάνυξη και λαμπρότητα εορτάστηκε η χάρη της Παναγίας μας, Ζωοδόχου Πηγής, στην Ιερά Μονή Αγίου Ανδρέου- Μηλαπιδιάς. Στον Εσπερινό χοροστάτησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ.κ. Σπυρίδων, ενώ στη Θεία Λειτουργία συμμετείχαν Ιερείς από τα γύρω χωριά της περιοχής. Με κάθε Μεγαλοπρέπεια έγινε η περιφορά της Ιεράς  Θαυματουργού Εικόνος της Ζωοδόχου Πηγής και του Ιερού Λειψάνου του Αποστόλου του Χριστού Ανδρέα ως το παρεκκλήσιον της Ιεράς Μονής του Αγίου Νικολάου του Σκαρδαμπέλη. Και του Χρόνου !













Για την Ορθοδοξία και την Ελλάδα στην Ευρωβουλή

Ένας καλός μας φίλος, ο πολιτικός επιστήμονας Κωνσταντίνος Χολέβας, αρχισυντάκτης του περιοδικού "Εκκλησία" της Εκκλησίας της Ελλάδος, συνεργάτης των Ραδιοφοωνικών Σταθμών "Πειραϊκή Εκκλησία" & "Εκκλησίας της Ελλάδος 89,5" και της "Συν-
οδοιπορίας", θα είναι υποψήφιος Ευρωβουλευτής στις εκλογές της 25ης Μαίου, αποδεχόμενος την τιμητική πρόταση του Πρωθυπουργού
Αντώνη Σαμαρά μετά και την έγκριση του Μακαριωτάτου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.Ιερωνύμου.

Μετά από 25 χρόνια αγώνα για την αξιοποίηση της Ορθόδοξης Παράδοσης του λαού μας και την ανάδειξη τεκμηριωμένων προτάσεων για τα Εθνικά μας Θέματα, ο Κωνσταντίνος Χολέβας δεσμεύεται να υποστηρίξει στο Ευρωκοινοβούλιο μία Ελλάδα πιο ισχυρή και αξιοσέβαστη, αλλά και μια Ευρώπη προσανατολισμένη στις Χριστιανικές της ρίζες.

Την ερχομένη Τρίτη 29 Απριλίου, ώρα 7.00 μμ, σε μια ενδιαφέρουσα ο Μάκης Παπαγεωργίου φιλοξενεί σε συζήτηση τον Κωνσταντίνο Χολέβα, στην Αίθουσα Excess, Κολοκοτρώνη 47 (3ος όροφος), Αθήνα (τηλ. 210 3233515).

Είναι ανάγκη για την πατρίδα μας να ακουσθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μία φωνή για την Ορθοδοξία και τη δυναμική Εξωτερική Πολιτική, με παρρησία, επιχειρήματα και αυτοπεποίθηση.

ΕΙΜΑΣΤΕ Ο,ΤΙ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ;


π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
 
Οι χριστιανοί σήμερα αισθανόμαστε συχνά απομονωμένοι από την κοινωνία και τον κόσμο. Πιστεύουμε ότι το να είναι κάποιος χριστιανός αποτελεί ιδιότητα που γίνεται αφορμή απόρριψης, περιφρόνησης ή αδιαφορίας. Ο Χριστιανισμός σήμερα θεωρείται ένα ιδεολογικό σύστημα, μία θρησκεία, χρήσιμη για την κοινωνία και για κάποιους, όχι όμως συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης ταυτότητας. Οι πολλοί δεν πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού, η οποία αποτελεί το κλειδί της πίστης, ή, ακόμη κι αν πιστεύουν, αυτό έχει θεωρητική ισχύ. Δεν μεταμορφώνει την ζωή, απλώς της δίνει παρελθόν σε ό,τι αφορά στο ιδεολογικό της μέρος, και ίσως μέλλον, καθώς οι άνθρωποι θέλουμε να πιστεύουμε ότι μετά τον θάνατό μας υπάρχει ένα είδος ζωής και γιατί όχι επανόδου μας κάποια στιγμή, όταν θα σταματήσει το κακό και ο θάνατος, σ’ αυτή την πραγματικότητα.
 
Όταν οι μαθητές του Χριστού άρχισαν να κηρύττουν το Ευαγγέλιο και την Ανάσταση στους Ιουδαίους, οι πρώτοι χριστιανοί συγκεντρώνονταν στο ναό των Ιεροσολύμων για να ακούσουν το κήρυγμα, αλλά και για να χαρούνε με τα θαύματα τα οποία γίνονταν από τους αποστόλους στο όνομα του Χριστού. Το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων επισημαίνει σ’ αυτό το σημείο το εξής χαρακτηριστικό: «των δε λοιπών ουδείς ετόλμα κολλάσθαι αυτοίς, αλλ’ εμεγάλυνεν αυτούς ο λαούς» (Πράξ. 5, 13). Από τους άλλους που ήταν στο ναό κανείς δεν τολμούσε να προσκολληθεί σ’ αυτούς, όμως ο λαός τους είχε σε μεγάλη υπόληψη. 
 
Η φράση αυτή μας παρηγορεί για το σήμερα, διότι μας δείχνει ότι οι νοοτροπίες των ανθρώπων δεν αλλάζουν. Μολονότι οι Ιουδαίοι που πίστευαν στον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, θρήσκευαν θα λέγαμε, καταλάβαιναν ότι η πίστη στο Χριστό δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, αλλά έδινε άλλη δυναμική και νόημα στη ζωή, δεν τολμούσαν να πλησιάσουν και να προσκολληθούν στους Αποστόλους. Είχαν την περιέργεια να ακούσουν, αλλά δεν τολμούσαν να γίνουν μέλη της Εκκλησίας. Δεν τολμούσαν να αποδεχθούν την αλήθεια, όντας εκείνοι που είχαν σταυρώσει τον Χριστό. Κι ενώ μέσα τους ένιωθαν πως η ζωή του κόσμου άλλαζε, δεν ήθελαν να κάνουν το μεγάλο βήμα να υπερβούν τον εαυτό τους και την νοοτροπία τους, αλλά παρέμεναν στο παλαιό.
 
Αυτή η στάση έναντι της Ανάστασης, έναντι του Χριστού, έναντι της Εκκλησίας λοιπόν επιβιώνει στους αιώνες σε όσους θεωρούν την πίστη στο Χριστό ότι πρέπει να εξαντλείται στα όρια της θρησκείας και δεν τολμούν να κάνουν το βήμα της εισόδου τους σε σχέση ζωής και εμπιστοσύνης μαζί Του εν τη Εκκλησία. Είναι οι παρατηρητές της ζωής που ο Χριστός έφερε. Είναι όσοι διακατέχονται από ένα πνεύμα συμβιβασμού με τον κόσμο και την πραγματικότητά του και δεν θέλουν να τολμήσουν να κάνουν το μεγάλο βήμα να γευθούν μιαν άλλη ζωή. Είναι όσοι είναι δειλοί εσωτερικά, γιατί δεν θέλουν να έρθουν σε ρήξη με τις κατεστημένες νοοτροπίες, οι οποίες θέλουν την πίστη ως μία θρησκευτική ιδεολογία, ακίνδυνη για την μεταποίηση της ζωής σε θαύμα αγάπης, αιωνιότητας και φωτός.  
Είναι όσοι  λειτουργούν με γνώμονα τον ορθολογισμό, που θέλουν αποδείξεις για να δικαιολογήσουν την απιστία ή την πίστη, χωρίς όμως και να είναι έτοιμοι να αποδεχτούν την αλλαγή. Είναι όσοι μεταθέτουν για το μέλλον τον προβληματισμό, διότι προέχουν οι βιοτικές μέριμνες, οι κοσμικοί στόχοι,  η χαρά της επίγειας ζωής. Είναι, τέλος, οι αρνητές της Ανάστασης, οι οποίοι δεν εννοούν να αποδεχτούν ότι ο Θεός υπάρχει και αγαπά τον άνθρωπο τόσο, ώστε έγινε υπήκοος μέχρι θανάτου, για να νικήσει τον θάνατο. 
 
«Ο λαός εμεγάλυνεν αυτούς». Αν δεν ανήκουμε σε κάποια από τις προηγούμενες κατηγορίες, ο λόγος αυτός αποτελεί για μας μία μεγάλη πρόκληση. Ο λαός είχε τους αποστόλους και τους χριστιανούς σε μεγάλη υπόληψη. Ακόμη κι αν δεν αποδέχονταν ανεπιφύλακτα την πίστη τους, έβλεπε την ζωή τους, η οποία ήταν σύμφωνη με τον τρόπο που δίδαξε ο Χριστός. Έβλεπε την αγάπη την οποία είχαν. Έβλεπε την ταπείνωση. Την συμμετοχή στην λατρεία. Την προσφορά στο συνάνθρωπο. Τη αλήθεια που εξέπεμπε η ζωή τους. Την αποφασιστικότητα της πίστης τους. Την προσευχή τους. Την χάρη του Θεού. Τον δυναμισμό που η διδασκαλία του Ευαγγελίου έφερε και την συνεχή ενασχόληση μ’ αυτό. Την αίσθηση της παρουσίας του Χριστού μέσα στις καρδιές τους, που μεταμόρφωνε την ζωή τους. Τα θαύματα. Το ότι δοξάζονταν ο Θεός. Το ότι δεν περιοριζόταν η πίστη τους σε ένα θρησκευτικό τυπικό.  Με έναν λόγο, την γνησιότητα και την αυθεντικότητά τους. Ήταν ό,τι πίστευαν! Γι’ αυτό, ακόμη και οι λιγότερο κατηρτισμένοι, οι πιο απλοί, εκτιμούσαν τους χριστιανούς. 
 
Σε μία εποχή αμφισβήτησης, αδιαφορίας, απόρριψης, περιορισμού του χριστιανισμού σε μία θρησκευτική τελετουργία ή εγκλωβισμού του σε έναν κοινωνικό προνοιακό μηχανισμό υπέρ των αδυνάτων, η πίστη μας αποτελεί την δύναμη που μας παρηγορεί για το ότι λειτουργούμε ως ένα «λείμμα» που εξακολουθεί να αγαπά τον Αναστημένο Χριστό. Για το ότι Εκείνος είναι το Α και το Ω της ζωής μας, ακόμη κι αν οι αμαρτίες μας ταλαιπωρούν και θα μας ταλαιπωρούν. Και η πίστη σ’ Αυτόν κάνει την ζωή μας κρυστάλλινη. Είμαστε ό,τι πιστεύουμε. Αυτόν τον δρόμο αν προσπαθούμε να  ζούμε, τότε η ζωή της Εκκλησίας θα έχει νόημα όχι μόνο για εμάς, αλλά και για όσους αμφισβητούν ή δεν τολμούν να κάνουν το μεγάλο βήμα, να αποδεχθούν την Ανάσταση ως την μοναδική πρόταση ζωής που λυτρώνει και νοηματοδοτεί χθες και σήμερον και εις τους αιώνας κάθε ανθρώπινη ζωή.

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Η απεικόνιση του Αγίου Γεωργίου ως πολεμιστή

 

23 Απριλίου 2014
Παρόλο που υπάρχουν στοιχεία για την απεικόνιση του Αγίου Γεωργίου ως πολεμιστή πριν από την εικονοκλαστική περίοδο ο αριθμός των αναπαραστάσεών του ως πολεμιστή αυξάνουν σημαντικά μετά την εικονομαχία κυρίως στην Καππαδοκία στην οποία οι στρατιωτικοί Άγιοι λατρεύονταν ιδιαίτερα. Εικονίζονταν τόσο ως προστάτης των στρατιωτών όσο και ως κατεξοχήν κατακτητής του κακού. Τοποθετούνταν σε προεξέχουσες θέσεις όπως στις εισόδους των ναών ή μπροστά στο ιερό, ακόμη και στην αψίδα.
Οι αλλαγές στην εικονογραφία του Αγίου (από βυζαντινός αξιωματούχος σε βυζαντινό πολεμιστή) συμπίπτουν με τις αλλαγές στην έννοια του Αυτοκράτορα ο οποίος κατά τη διάρκεια του απογείου της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τη βασιλεία του Νικηφόρου Φωκά (963-969), του Ιωάννη Τζιμισκή (969-976) και Βασιλείου Β΄ (976-1025) απέκτησε τη νέα ποιότητα του στρατιωτικού θάρρους και ο οποίος δοξάζονταν στο πεδίο της μάχης.
agios_georgios_266041174
Αναμφίβολα η εξέλιξη της λατρείας του Αγίου οφείλει πολλά στην υιοθέτησή του ως προστάτη από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Παρόλο που δεν ήταν αμετάβλητη πρακτική, γίνονταν συνήθως εντυπωσιακές χορηγίες είτε για να παροτρύνουν τον Άγιο Γεώργιο να προστατέψει τους άνδρες για τους οποίους ήταν υπεύθυνοι στην μάχη είτε ως ανταμοιβή που το είχε πράξει ήδη. Τέτοια συναισθήματα εκφράζονται στον Κανόνα που συνέταξε ο Γεώργιος Σκυλίτζης στον οποίο ζητείτε η αρωγή του Αγίου προκειμένου να βοηθήσει τον αυτοκρατορικό στρατό να κερδίσει τη νίκη ενάντια στους Σκύθες, Πέρσες και βαρβάρους.
Το Praecepta Militaria (μεσοβυζαντινό στρατιωτικό εγχειρίδιο), που συνήθως αποδίδεται στον Νικηφόρο Φωκά, προέβλεπε να λέγονται προσευχές από τους στρατιώτες καθημερινά, πρωί και βράδυ, με αυστηρές ποινές για όσους δεν συμμετείχαν. Είναι ενδιαφέρον ότι αυτός ο ιδιαίτερα επιτυχημένος στρατηγός αντιμετώπιζε τις θρησκευτικές πρακτικές στον στρατό τόσο σοβαρά, καθώς αυτός ήταν υπεύθυνος που η εικόνα του ευγενή ιππότη εισήλθε στην βυζαντινή γραμματεία.
68
Στα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ο Άγιος Γεώργιος χρειάστηκε περισσότερο ως προστάτης εναντίον στους κατακτητές παρά ως σύμμαχος σε μια μάχη που πιθανώς να κατέληγε σε νίκη. Αυτό εξηγεί τον τεράστιο αριθμό προστατευτικών αναπαραστάσεων στους υστεροβυζαντινούς ναούς. Αυτές ήταν πολυάριθμες στην Τρανσυλβανία όπου ο αυτόχθων ορθόδοξος ρουμανικός πληθυσμός επιζητούσε προστασία εναντίον των καθολικών Ανδεγαυών, καθώς και στην Κρήτη η οποία ήταν υποτελής στην Βενετία από το 1204 έως το 1669.
Μετά τη λατινική και τουρκική κατάκτηση, οι Έλληνες χρειάζονταν πάνω από όλα προστασία από τους κατακτητές. Η προστατευτική λειτουργία των στρατιωτικών αγίων έγινε πάλι επίκαιρη. Παρουσιάζονται σε αμέτρητες αναπαραστάσεις, κυρίως στις προσόψεις ή στις εισόδους των ναών. Αυτές οι εικόνες ήταν απλά πορτραίτα αλλά ένας δημοφιλής εικονογραφικός τύπος ήταν αυτός του Αγίου Γεωργίου που σκοτώνει έναν εχθρό ή ένα αντιπαθητικό τέρας. Αυτό χρησίμευε ως ένας γλωσσικός κώδικας: στη θέση του τέρατος εννοούνταν οι Τούρκοι.
(αποσπάσμα από το βιβλίο: Christopher Walter, The Warrior Saints in Byzantine Art and Tradition, Ashgate 2003)

Ανάσταση...Άγιος Νικόλαος Μηνιατών

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

To Πάσχα του Μεχμέτ Μπέη (ή ο κρυφός Χριστιανός).Μία συγκλονιστική ιστορία με κρυπτοχριστιανούς


Μία συγκλονιστική ιστορία από το Αναγνωστικό της Στ Δημοτικού του 1947 

Είναι τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυχτα και σπάνιοι οι διαβάτες στο δρόμο. Είναι οι τελευταίοι που γυρίζουν από την πρώτη Ανάσταση και πηγαίνουν βιαστικοί στα σπίτια τους.

Σε λίγο τίποτε πια δεν ακούεται και νεκρική σιγή βασιλεύει σ’ όλη την τούρκικη συνοικία του Ηρακλείου.

Ξαφνικά, ανοίγει αθόρυβα η αυλόπορτα ενός μεγάλου σπιτιού και προβάλλει ανθρώπινο κεφάλι. Γυρίζει δεξιά και αριστερά και παρατηρεί με προσοχή μέσα στα σκοτάδι. Τραβιέται μέσα και πάλι ξαναφαίνεται και κοιτάζει με προσοχή.

-Ελάτε, δεν είναι κανένας, ακούεται χαμηλή φωνή.

Τρεις σκιές, η μια μεγάλη και οι δύο μικρότερες, βγήκανε στο δρόμο.

-Πάμε γρήγορα, ψιθύρισε ο ψηλός άντρας πάμε γρήγορα, γιατί αργήσαμε και θα μας περιμένει. Σκέπασε το πρόσωπο με το μαντήλι σου, Εσμέ! Ρεσίτ, δός μου το χέρι σου!

Περπατούσανε κι οι τρεις σιωπηλοί στο σκοτάδι. Μόλις όμως έστριψαν το στενό σοκάκι, βρήκανε μια γριά, που κρατούσε στο χέρι της αναμμένη λαμπάδα. Περπατούσε με κόπο, γιατί ήταν πολύ γριά. Και φρόντιζε με το αδειανό χέρι να προφυλάξει τη λαμπάδα της από τον αέρα, για να φέρει στο σπίτι το φως της Αναστάσεως, που πήρε από την εκκλησιά.

Όταν είδαν το φως της λαμπάδας οι τρεις νυχτερινοί διαβάτες, γύρισαν αλλού το κεφάλι τους, για να μην γνωριστούν. Του κάκου όμως. Η γριά σήκωσε τη λαμπάδα της και τους φώτισε.

-Πολλά τα έτη σας, Μεχμέτ Μπέη! είπε η γριά.

-Καλημέρα, κυρά, αποκρίθηκε εκείνος, και του χρόνου! Και τράβηξε το δρόμο του.

Η γριά τους κοίταξε από κοντά, ώσπου τους έχασε από τα μάτια της.

«Περίεργο πράγμα!» είπε με το νου της. «Που να πάνε τέτοια ώρα ο Μεχμέτ μπέης με τη χανούμισα και το γιό του; Χριστέ μου, δεν κάνεις το θάμα σου να γλιτώσουν οι Χριστιανοί από έναν Τούρκο;»

Βυθισμένη στο σκοτάδι ήταν και η εκκλησία του Αγίου Μηνά. Εδώ και λίγη ώρα, χιλιάδες κεριών τη φώτιζαν χιλιάδες Χριστιανών στην αυλή της έψαλλαν χαρμόσυνα το «Χριστός Ανέστη». Τώρα έμεινε μόνο το άρωμα του λιβανιού και των κεριών. Και μόνο το καντήλι, που έκαιε μπροστά στην ασημένια εικόνα της Παναγίας, θαμπόφεγγε. Παντού βασίλευε απόλυτη σιγή.

Δύο χτύποι ακούστηκαν στην εξώθυρα. Από ένα στασίδι σηκώνεται κάποιος και τρέχει ν’ ανοίξει ήταν ο παπάς του Αγίου Μηνά.

Οι τρεις νυχτερινοί διαβάτες μπαίνουν αθόρυβα στην εκκλησία και φιλούν το χέρι του παπά. Σφαλίζουν καλά την πόρτα, προχωρούν ευλαβικά στο εικονοστάσι, γονατίζουν και κάνουν το σταυρό τους. Ο παπα-Γρηγόρης μπαίνει από τη δεξιά πόρτα στο ιερό, ανοίγει την Ωραία Πύλη και λέει στο μικρότερο από τους τρείς:

-Έλα, παιδί μου, να με βοηθήσεις! Και του δίνει μια μικρή λαμπάδα, που την άναψε από το ακοίμητο φως, που είναι πάνω στην Άγια Τράπεζα.

Ο παπα-Γρηγόρης φόρεσε το χρυσοκέντητο πετραχήλι του, πήρε με βαθύ σεβασμό το Δισκοπότηρο και πλησίασε στην Ωραία Πύλη. Μπροστά του στέκεται το συμπαθητικό τουρκόπαιδο, ωχρό, συγκινημένο, με τη λαμπάδα στο χέρι.

-Πλησιάστε, είπε ο παπάς στους άλλους δύο.

Πρώτα πλησίασε η γυναίκα, τριάντα έως τριανταπέντε χρονών. Ήταν ωχρή και βαθιά συγκινημένη. Τη στιγμή που ανέβαινε τα σκαλοπάτια του ιερού, χρειάστηκε να την υποστηρίξει ο Μεχμέτ μπέης, για να μην πέσει. Τα μεγάλα μαύρα μάτια της ήταν δακρυσμένα.

-«Μεταλαμβάνει η δούλη του Θεού Μαρία, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», είπε ο παπάς μ’ επισημότητα και της έδωσε την Άγια Μετάληψη.

Δύο μεγάλα δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπο την σεμνής εκείνης γυναίκας κι ακούστηκε να ψιθυρίζει: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου».

Πήρε έπειτα η γυναίκα τη λαμπάδα στο χέρι τη κα πλησίασε το παιδί.

-«Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Νικόλαος». επανάλαβε ο παπάς, κοιτάζοντας στοργικά το συμπαθητικό παιδί.

Τώρα ήρθε η σειρά του Μεχμέτ. Ανεβαίνει με θάρρος και πλησιάζει τον παπά. Το φως της λαμπάδας τρέμει, γιατί τρέμουνε και τα χέρια της Μαρίας.

-«Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Εμμανουήλ, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», λέει για τρίτη φορά ο παπάς, δακρύζοντας τώρα κι αυτός.

-Αμήν. Είπε με βαθιά φωνή ο μυστικός Χριστιανός.

Σε λίγα λεπτά οι τρεις σκιές χάνονται και πάλι στους σκοτεινούς δρόμους του Ηρακλείου και βιαστικά γυρίζουν στο σπίτι τους. Αυτή τη φορά δε βρέθηκε καμιά γριά στο δρόμο να τους γνωρίσει με το φως της λαμπάδας και να ξαναπεί:

-Θεέ μου, δεν κάνεις το θάμα σου, για να σωθούν από έναν κακό Τούρκο οι Χριστιανοί;

Μόνο ο παπα-Γρηγόρης ήξερε, ότι ο Μεχμέτ μπέης ήτανε Χριστιανός, πιο πολύ πιστός από πολλούς, που λέγονται μονάχα Χριστιανοί.

ΠΗΓΗ: http://fdathanasiou.wordpress.com/2014/04/20/to-πάσχα-του-μεχμέτ-μπέη-ή-ο-κρυφός-χριστ-2/

Κυριακή 20 Απριλίου 2014

Ποιος μου βεβαιώνει εμένα ότι ο Χριστός αναστήθηκε;

Μου το βεβαιώνει η συνείδησή μου πριν απ’ όλα. Κατόπιν ο νους μου και η βούληση μου.

Πρώτον, η συνείδηση μου λέει: τόσα πάθη που υπέστη ο Χριστός για το καλό και τη σωτηρία των ανθρώπων δεν θα μπορούσαν να επιβραβευτούν με τίποτε άλλο παρά με την ανάσταση και την υπερκόσμια δόξα. Τα ανείπωτα πάθη του Δικαίου στεφανώθηκαν με την ανείπωτη δόξα. Αυτό μου δίνει ικανοποίηση και ηρεμία.
Δεύτερον, ο νους μού λέει: χωρίς την λαμπρή αναστάσιμη νίκη όλο το έργο του Υιού του Θεού θα παρέμενε στον τάφο, ολόκληρη η αποστολή Του θα ήταν μάταιη.
poiosvev2
Τρίτον, η βούληση μού λέει: η ανάσταση του Χριστού με έσωσε από τους ταλαντευόμενους δισταγμούς ανάμεσα στο καλό και το κακό, και με θέτει αποφασιστικά στον δρόμο του καλού. Και αυτό μου φωτίζει τον δρόμο και μου δίνει στήριγμα και δύναμη.
Εκτός από τις τρεις φωνές, οι οποίες από μέσα μου βεβαιώνουν εμένα, υπάρχουν και άλλοι ασφαλώς μάρτυρες, που το βεβαιώνουν. Είναι οι ένδοξες μυροφόρες γυναίκες, είναι οι δώδεκα μεγάλοι απόστολοι, και πέντε εκατοντάδες άλλων μαρτύρων, που όλοι μετά την ανάστασή Του Τον έβλεπαν και Τον άκουγαν, όχι στον ύπνο τους αλλά στην πραγματικότητα, και όχι μόνο για ένα λεπτό αλλά για σαράντα ολόκληρες ημέρες. Μου το βεβαιώνει εκείνος ο πύρινος Σαύλος ο μεγαλύτερος Εβραίος διώκτης του χριστιανισμού· μου το μαρτυρεί, ότι είδε εκείνο το φώς του αναστηθέντα Κυρίου καταμεσής της ημέρας, και ότι άκουσε τη φωνή Του, και ότι υπάκουσε την εντολή Του. Αυτήν την μαρτυρία ο Παύλος δεν ήθελε να την αρνηθεί ούτε μετά από τριάντα χρόνια, ούτε ακόμα και την ώρα που στη Ρώμη του Νέρωνα η μάχαιρα έπεφτε στο κεφάλι του. Μου το βεβαιώνει και ο άγιος Προκόπιος, αρχηγός του Ρωμαϊκού στρατού που ξεκίνησε να αφανίσει τους χριστιανούς στις χώρες της ανατολής, και στον οποίον εμφανίστηκε ξαφνικά ζωντανός ο Χριστός και τον γύρισε με το μέρος Του. Και αντί να σφάξει ο Προκόπιος τους χριστιανούς, αυτοβούλως παραδόθηκε για να τον σφάξουν στο όνομα του Χριστού. Μου το βεβαιώνουν ακόμα χιλιάδες μαρτύρων του Χριστού στις φυλακές, στους τόπους εκτελέσεων μέσω αιώνων και αιώνων, από τους μάρτυρες των Ιεροσολύμων μέχρι τους μάρτυρες των Βαλκανίων, έως τις μέρες μας, ως τους νεότερους Μοσχοβίτες μάρτυρες.
Μου το βεβαιώνουν και όλες οι δίκαιες και αγαθές ψυχές, τις οποίες συχνά συναντώ στη ζωή, και οι οποίες χαίρονται όταν ακούν ότι ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών. Αυτό ανταποκρίνεται στη συνείδησή τους, δονεί την ψυχή τους, και ευφραίνει την καρδιά τους.
Μαρτυρία παίρνω και από τους αμαρτωλούς και τους αντιπάλους του Χριστού. Μόνο και μόνο με το ότι αυτοί, ως αμαρτωλοί και μοχθηροί, απορρίπτουν την ανάσταση του Χριστού εγώ βεβαιώνομαι για το αντίθετο. Σε κάθε δικαστήριο τίθεται θέμα της συμπεριφοράς των μαρτύρων, και ως εκ τούτου σταθμίζουν την αξία της μαρτυρίας τους. Όταν νηφάλιοι, καθαροί και άγιοι μάρτυρες ισχυρίζονται πως ξέρουν ότι ο Χριστός ανέστη, λαμβάνω με ευχαρίστηση την μαρτυρία τους ως αληθή. Αλλά όταν οι ακάθαρτοι, άδικοι και ασυνείδητοι απορρίπτουν την ανάσταση του Χριστού, μ’ αυτό ενδυναμώνουν τη μαρτυρία των πρώτων, και μου βεβαιώνουν ακόμα περισσότερο την αλήθεια της Ανάστασης του Κυρίου μου. Εφόσον αυτοί όσα απορρίπτουν, τα απορρίπτουν από κακεντρέχεια και όχι από γνώση.
Με βεβαιώνουν ακόμα αρκετοί λαοί και φυλές, που μόνο η πίστη στην Ανάσταση του Χριστού τους έβγαλε από την άγρια κατάσταση στη διαφώτιση, από τη δουλεία στη ελευθερία, από το βούρκο του αμοραλισμού και του σκοταδισμού στο φως των τέκνων του Θεού. Και η ανάσταση του Σερβικού λαού μου μαρτυρεί την Ανάσταση του Χριστού.
Ακόμα και η λέξη «Ανάσταση» εκ νεκρών μου βεβαιώνει το αυτονόητο. Γιατί χωρίς την Ανάσταση του Χριστού δεν θα υπήρχε ούτε καν η λέξη στις ανθρώπινες γλώσσες. Όταν ο Παύλος πρώτη φορά πρόφερε αυτή τη λέξη στην πολιτισμένη Αθήνα, οι Αθηναίοι εξεπλάγησαν και αναστατώθηκαν.
Και έτσι, τέκνα του Θεού, σας χαιρετώ κι εγώ. Αληθώς Ανέστη ο Χριστός.
( Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται, Εκδ. Εν πλώ, σ. 70-72)

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!




Ευχόμαστε ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ με το Πασχαλινό Ευαγγέλιο, το Ευαγγέλιο που περικλείει όλη την Ορθόδοξη Θεολογία σε δυο γραμμές!

Κατά Ιωάννην (α΄ 1-17)
Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος. Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν. Πάντα δι' αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν. Εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων. Καί το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν.

Εγένετο άνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού, όνομα αυτώ Ιωάννης· ούτος ήλθεν εις μαρτυρίαν, ίνα μαρτυρήση περί του φωτός, ίνα πάντες πιστεύσωσι δι' αυτού. Ουκ ην εκείνος το φως, αλλ' ίνα μαρτυρήση περί του φωτός. Ην το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον.

Εν τω κόσμω ην, και ο κόσμος δι' αυτού εγένετο, και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω. Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον. Όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού, οι ουκ εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ' εκ Θεού εγεννήθησαν.

Καί ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας. Ιωάννης μαρτυρεί περί αυτού και κέκραγε λέγων· ούτος ην ον είπον, ο οπίσω μου ερχόμενος έμπροσθέν μου γέγονεν, ότι πρώτός μου ην. Καί εκ του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν, και χάριν αντί χάριτος· ότι ο νόμος διά Μωυσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια διά Ιησού Χριστού εγένετο.

Παρασκευή 18 Απριλίου 2014

Ήμουν κάτω από το Σταυρό σου… έτσι, από περιέργεια βεβαίως







Ήμουν χθες κάτω από το Σταυρό σου. Από περιέργεια, όπως και πολλοί άλλοι. Τον τελευταίο καιρό ακουγόταν πολύ το όνομά σου. Σε πλατείες, στους δρόμους, σε σπίτια, στη συναγωγή. Με θαυμασμό, με απορία, με μίσος και με αγάπη. Δεν ξέρω γιατί ήρθα. Ίσως για να δω εάν είναι αλήθεια ότι μπορείς να πεθάνεις με τόσα που έχω ακούσει. Ίσως για να δω την απομυθοποίησή σου προκειμένου να ξαναβάλω τη ζωή μου στην καθημερινή της σειρά, που τόσο ανακατεύτηκε από όσα έμαθα για σένα τις τελευταίες ημέρες.

Δεν ξέρω εάν πέτυχα το σκοπό μου. Μάλλον όχι, εάν κρίνω από το γεγονός ότι κάθομαι και γράφω σε έναν νεκρό. Μια φορά σε είδα από κοντά. Τότε που κυνηγούσαν την πόρνη για να τη λιθοβολήσουν. Και έφτασαν μέχρι την πλατεία. Εκεί πίσω από το δέντρο έχω το μαγαζί μου. Άκουσα θόρυβο και βγήκα κι εγώ έξω. Τι το ήθελες εκείνο το «ο αναμάρτητος υμών πρώτος βαλέτω λίθον»; Όλοι αυτοί που κρατούσαν τις πέτρες ήταν θρησκευόμενοι και καλοί άνθρωποι, που απλώς τηρούσαν το νόμο. Χτύπησε πολύ άσχημα η κουβέντα σου.

Αλλά και εκείνο το χθεσινό; «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω». Ακόμη και σε μένα ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Περιττό να σου πω πώς αντέδρασαν η γυναίκα που έχασε τα λεφτά της και ο μεσήλικας που έχασε τον αδερφό του από τη «δράση» του κακούργου. Ήταν κι αυτοί κάτω από το σταυρό του κακούργου, ζητώντας δικαίωση και ικανοποίηση. Πολύ κόντρα πήγαινες στη δικαιοσύνη των ανθρώπων και στην κοινή λογική. Για αυτό το έφαγες το κεφάλι σου.

Έμεινα μέχρι που σε κατέβασαν από το Σταυρό. Δεν έφυγα όπως οι περισσότεροι, φοβισμένοι από το σεισμό και το αφύσικο σκοτείνιασμα. Τη στιγμή ακριβώς που σε κατέβαζαν, διέκρινα ένα μεγαλείο. Και στο άψυχο σώα σου και στους δικούς σου που το υποδέχθηκαν. Τα ερωτήματά μου γιγάντωσαν. Θα σου πω τι σκέφτηκα: Είσαι άραγε μια παρένθεση στην καθημερινότητά μας που τώρα κλείνει; Αυτό ήταν; Σκέφτηκα και το μέλλον. Οι άνθρωποι πάντα θα υπάρχουν, θα καταναλώνουν, θα ρυθμίζουν τη ζωή τους. Εσύ; Θα είσαι κάπου;

Σήμερα, πήγα στον κήπο που είναι ο τάφος σου. Από περιέργεια και πάλι. Πριν από δυο ώρες γύρισα. Δεν με άφησαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες να πλησιάσω πολύ. Αλλά δεν με έδιωξαν κιόλας, γιατί γνωριζόμαστε από το μαγαζί μου. Έρχονται συχνά εκεί. Εγώ ταΐζω την εξουσία και έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Και κάνω και τη δουλειά μου. Με αυτή τη λογική δεν νομίζω ότι τα πήγαινες και πολύ καλά.

Όταν ρώτησα ένα στρατιώτη τι κάνουν εκεί, γέλασε. Και μαζί με αυτόν και άλλοι δυο τρεις που ήταν τριγύρω. Θεώρησαν ότι είναι πολύ ανόητο να φυλάνε έναν τάφο τόσοι οπλισμένοι άντρες. Αλλά δεν τους νοιάζει κιόλας. Αφού αυτές είναι οι διαταγές και – όπως ακούστηκε – θα πάρουν και λεφτά από τους Ιουδαίους. Έτσι είναι, όταν σε διατάζουν και περιμένεις και το αντάλλαγμα, δεν έχει νόημα να ρωτάς το γιατί, δεν έχει νόημα να ψάχνεις την ουσία. Απλές αλήθειες, που δεν κατάλαβες στο σύντομο πέρασμά σου.
Δεν ξέρω πώς να κλείσω ένα γράμμα σε έναν νεκρό. Αλλά μάλλον δεν θα το κλείσω τώρα. Θα πάω κι αύριο στον τάφο σου. Όταν τελειώσει το Σάββατο και το Πάσχα μας. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες βάζανε στοιχήματα, γελώντας δυνατά, εάν και πότε θα αναστηθείς, όπως ακούγεται ότι είπες. Αύριο το μεσημέρι που θα γυρίσω στο σπίτι θα βάλω την τελεία. Ως τότε….
(πηγή:ΝΕΚΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ)